- υποφθείρω
- ΜΑ [φθείρω]φθείρω σιγά σιγάαρχ.1. διαφθείρω λίγο2. παθ. ὑποφθείρομαι(για το στομάχι) είμαι ανακατωμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποφθορά — ἡ, ΜΑ [ὑποφθείρω] 1. βαθμιαία φθορά 2. διαφθορά, δωροδοκία με χρήματα … Dictionary of Greek
φθείρω — ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α καταστρέφω 2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ ὑφάς»,… … Dictionary of Greek